- υποβιβάζω
- υποβίβασα, υποβιβάστηκα, υποβιβασμένος1. φέρνω κάτι χαμηλότερα, κατεβάζω, χαμηλώνω.2. μτφ., κάνω κάποιον (ή κάτι) να μειωθεί υλικά ή ηθικά (σε τιμή, αξία, ιεραρχική σειρά), ελαττώνω, λιγοστεύω: Υποβιβάστηκε η τιμή της φράουλας. – Τον υποβίβασαν από γυμνασιάρχη σε καθηγητή.3. κατατάσσω κάποιον σε κατώτερη μοίρα, υποτιμώ, ταπεινώνω, εξευτελίζω: Με υποβιβάζετε, κύριε!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.